- μίτζα
- ηβλ. μίζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίζα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Ιουλίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,4 και βρίσκεται σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,12. Διεθνώς ονομάζεται Misa 569. * * … Dictionary of Greek